- στοιβίον
- στοιβ-ίον, τό,=A
στοιβή 1
, Ps.-Dsc.4.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιβή 1
, Ps.-Dsc.4.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιβίον — τὸ, Α [στοιβή] το φυτό στοιβή … Dictionary of Greek